- κυνοκέφαλος
- ος , ον собакоголовый (об обезьяне)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυνοκέφαλος — dog headed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… … Dictionary of Greek
γαλεοπίθηκος ή κυνοκέφαλος — Γένος ζώων της ομοταξίας των θηλαστικών και της τάξης των δερματοπτέρων. Ο Κάρολος Λιναίος το ταξινόμησε με τους προπιθήκους, νεότερες όμως κατατάξεις τοποθέτησαν το ζώο αυτό σε άλλες τάξεις, στις οποίες ανήκουν τα σαρκοφάγα, τα μαρσιποφόρα και… … Dictionary of Greek
κυνοκέφαλλον — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem acc sg κυνοκέφαλος dog headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκέφαλον — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem acc sg κυνοκέφαλος dog headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκεφάλοιο — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκεφάλοις — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκεφάλου — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκεφάλους — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκεφάλων — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοκεφάλῳ — κυνοκέφαλος dog headed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)